- ηωσίνη
- η мед. эозин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηωσίνη — Ερυθρά χρωστική, με χημικό τύπο C2O6H6 Br4O5K2. Είναι άλας με κάλιο της τετροβρωμοφλουορεσκεΐνης και παρασκευάζεται με επίδραση βρωμίου σε φλουορεσκεΐνη είτε σε αλκοολικό είτε σε υδατικό διάλυμα, με παρουσία αλκαλίου. Τα διαλύματα της η.… … Dictionary of Greek
ερυθροσίνη — Εμπορική ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που περιέχει ερυθρομυκίνη. Είναι ένωση ανάλογη προς την ηωσίνη και παράγεται με επίδραση ιωδίου σε φλουορεσκεΐνη σε αλκαλικό περιβάλλον. Το άλας της με νάτριο χρησιμοποιείται για τη βαφή του… … Dictionary of Greek
εωσίνη — Βιολογική χρωστική ουσία, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στη μικροβιολογία. Παρασκευάζεται με βρωμίωση της φλουοροσκεΐνης. Τα άλατά της με νάτριο (Na) χρησιμοποιούνται ως βαφές μάλλινων και μεταξωτών υφασμάτων. * * * και ηωσίνη και εοζίνη, η… … Dictionary of Greek
ακρομεγαλία — Ασθένεια που οφείλεται σε υπερβολική έκκριση σωματοτρόπου ορμόνης από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης και χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου σε όλους τους ιστούς, τους μυς, τα οστά κλπ., ιδιαίτερα όμως στα ακραία τμήματα των χεριών, των ποδιών και … Dictionary of Greek